- μυς
- Βλ. λ. μύες.
* * *(I)ο (ΑΜ μῡς, -υός, Α σπαν. και ως θηλ.)1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» — ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίοςβ. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.)2. ανατ. ο μυς τού σώματος, ο μυώνας, το σαρκώδες και ινώδες όργανο τού σώματος που αποτελείται από ευδιέγερτες συσταλτές ίνες και τού οποίου οι συστολές προκαλούν τις κινήσεις τού σώματος ανθρώπων και ζώων (α. «λείοι μύες» — οι μύες που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα τού σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίεςβ. «γραμμωτοί μύες» — οι μύες που προκαλούν την κίνηση τών εξωτερικών οργάνων τού σώματος).μσν.παροιμ. «μῡς εἰς τρώγλην οὐ χωρῶν, κολοκύνταν ἔφερεν» — λεγόταν για ανόητα άτομα που επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τουςαρχ.1. είδος οστρακοδέρμου, το μύδι2. είδος μεγάλης φάλαινας3. φρ. α) «κατὰ μυὸς ὄλεθρον» — λεγόταν για αργό, βασανιστικό θάνατοβ) «μῡς λευκός»(για πρόσ.) ακόλαστος, αισχρός, λάγνοςγ) «μῡς θαλάττιος» — το ψάρι βαλλιστής ο καπροειδήςδ) «μυὸς ὦτα» — το φυτό μυοσωτίς, κν. μη με λησμόνειε) «μῡς δίπους» — γένος ποντικών τής Λιβύης που πηδούν με τα δύο πισινά πόδια, δίπους ο αιγυπτιακός4. παροιμ. α) «ἄρτι μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για κάποιον που έχει δελεαστεί από κάτι φαινομενικά καλό, ξαφνικά όμως βλέπει τον εαυτό του μέσα σε δυστυχία και εναντιότητεςβ) «ὅκως χώρης oἱ μῡς ὁμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν» — λεγόταν για κάτι απολύτως αδύνατο ή, κατ' άλλη ερμηνεία, ούτε εκεί όπου οι ποντικοί τρώνε το σίδερο, όπως κάθε άλλη τροφή, δηλαδή, πουθενά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῦς ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mŭs- «ποντίκι και μυς τού σώματος» και συνδέεται με τα: λατ. mūs, mūris, αρχ. ινδ. mūs-, musa-, mūsikā, περσ. mūš, αρχ. σλαβ. myši, αρχ. άνω γερμ. mūs κ.ά. Η μακρότητα τού -ῡ- τού τ. εξηγείται από τον μονοσύλλαβο χαρακτήρα του. Η αιτ. εν. μϋν στην ελλ. αντί τού αμάρτυρου τ. *μύα είναι προϊόν αναλογίας από τ. όπως ὗν, ἰχθῦν. Η λ. μῦς χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική με τρεις βασικές σημασίες: α) «ποντικός», β) «μυς τού σώματος», και γ) «μύδι». Απ' αυτές μόνο οι δύο πρώτες διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική, ενώ η σημ. «μύδι» θεωρείται ελληνική καινοτομία και δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «ποντικός». Η σημασιολογική εξέλιξη σε «μυς τού σώματος» που παρατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. mūs «ποντικός και μυς τού σώματος», αρμ. mu-ku, λατ. musculus «μυς τού σώματος», αρχ. σλαβ. myšica «βραχίονας») προήλθε μεταφορικώς από τη μορφή και τις κινήσεις, συσπάσεις τών μυών τού σώματος που παρατηρούνται ειδικά στον βραχίονα και θυμίζουν ποντίκι. Η λ. μῦς εμφανίζεται ως α' συνθετικό (μυο-) σε αρκετά σύνθ. τόσο με τη σημ. «ποντίκι» (πρβλ. μυο-δόχος, μυο-θήρας, μυο-παγίδα) όσο και με τη σημ. «μυς τού σώματος» ιδίως σε επιστημονικούς όρους, αντιδάνεια από την Ελληνική (πρβλ. μυαλγία < γαλλ. myalgieμυολογία < γαλλ. myologie).ΠΑΡ. (τού μῦς με σημ. «ποντικός») μυώδηςαρχ.μύειος, μυΐδιον, μύϊνος.ΠΑΡ. (τού μῦς με σημ. «μυς τού σώματος») μύδι(ον), μυώδης, μυών(ας)αρχ.μυΐσκοςαρχ.-μσν.μυώ (III)μσν.μυούμαινεοελλ.μυϊκός, μυΐτιδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μῦς «ποντικός») μυάγρα, μύαγρος, μυγαλή, μυοθήρας, μυοκτόνος, μυομαχία, μυοπάρων, μυοσωτίς, μύουροςαρχ.μυάκανθος, μυοβατραχομαχία, μυοδόχος, μυόκοπρος, μυόπτερον, μυότρωτος, μυόφορβος, μυόχρους, μυόχρωμοςαρχ.-μσν.μυόβρωτος, μυοφόνος, μυόχοδος, μυωπία (ΙΙ)μσν.μυόσκατοννεοελλ.μυοθηρίδες, μυόμορφα, μυοπαγίδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μῦς «μυς τού σώματος») μσν.-νεοελλ. μυοειδήςνεοελλ.μυαιματίνη, μυαλγία, μυασθένεια, μυατονία, μυατροφία, μυεντερικός, μυοβλάστη, μυογενής, μυογλοβίνη, μυογλοία, μυογονία, μυογράφημα, μυογράφος, μυοδερματικός, μυοδυστροφία, μυοϊνίδιο, μυοκαρδίαση, μυοκάρδιο, μυοκάτοχο, μυοκήλη, μυοκλονία, μυόκομμα, μυοκύτταρο, μυείλημμα, μυολόγος, μυολυσία, μυομαλάκυνση, μυομήτριο, μυοπάθεια, μυόπλασμα, μυοπλαστική, μυορραφή, μυοσάρκωμα, μυοσκλήρωση, μυοστέωμα, μυοσφαιρίνη, μυοτατικός, μυοτομία, μυοτονία, μυωδυνία. (Β' συνθετικό μῦς «μυς σώματος») αρχ. άμυος].————————(II)μῡς, -υός, ὁ (Α)φίμωτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε από το επιφώνημα μῦ (βλ. λ. μῦ II) κατ' επίδραση τού μῦς (I)].
Dictionary of Greek. 2013.